- χονδρώδους
- χονδρώδηςlike groatsmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χονδρόφυτο — το, Ν παθολογική εκβλάστηση χονδρώδους ιστού στην επιφάνεια τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chondrophyte < χόνδρος + φυτό] … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek